- επίσταξη
- η (AM ἐπίσταξις) [επιστάζω]1. αιμορραγία τής μύτης2. το να στάζει, να ρίχνει κανείς υγρό σε μια επιφάνεια στάλα στάλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιστάξῃ — ἐπιστάξηι , ἐπίσταξις fem dat sg (epic) ἐπιστάζω let fall in drops upon aor subj mid 2nd sg ἐπιστάζω let fall in drops upon aor subj act 3rd sg ἐπιστάζω let fall in drops upon fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρινορραγία — (Ιατρ.). Λέγεται και επίσταξη. Απώλεια αίματος από τις ρινικές κοιλότητες. Η πιο συνηθισμένη αιτία είναι η ρήξη κιρσών των φλεβών που είναι συχνοί σε μια ορισμένη περιοχή του ρινικού διαφράγματος (locus Valsalvae)· αίτια που την ευνοούν είναι το… … Dictionary of Greek
κηρομαντεία — η μαντεία που γίνεται με επίσταξη κεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + μαντεία (< μαντεύομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Αθανάσιο Σταγειρίτη] … Dictionary of Greek
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek